- ἀποθανόντος
- ἀποθνήσκωdieaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kapodistrias Museum — The Kapodistrias Museum or Kapodistrias Museum ndash;Centre of Kapodistrian Studies ( el. Μουσείο Καποδίστρια ndash;Κέντρο Καποδιστριακών Μελετών) is a museum dedicated to the memory and life s work of Ioannis Kapodistrias. It is located in the… … Wikipedia
OBSES — qui traditur imperio alicuius, eâ conditione, ut si dator eius a fide recedat, recipienti sit potestas in vitam et corpus eius, qui Obses datusest, saeviendi. Vide Bartolum in l. divus, ff. de iure fisc. Adeoque Sponsor, praes; in Epist olis… … Hofmann J. Lexicon universale
PANDION I — PANDION I. Athen. Rex V. Erichthonii Athenarum regis, filius, in regno patri successit. Apollodorus l. 3. Ε᾿ριχθονίου δὲ ἀποθανόντος, καὶ ταφέντος εν τῷ τεμένει τῆς Α᾿θηνᾶς, Πανδίων οὐβάσιλευσεν. Fuisse autem regem quintum Eusebius testatur:… … Hofmann J. Lexicon universale
PARENTALIA — erant sacra funesta; quae fiebant ab antiquis in honorem mortuorum, a parentando, quod parentibus iusta celebare significat, licet etiam transferatur ad alios. In his fieri solebant προσκλησεις τῆς νεκρων, evocationes mortuorum. Aderant propinqui … Hofmann J. Lexicon universale
TAMUZUS sive THAMMUZUS — TAMUZUS, sive THAMMUZUS nomen Idoli, magna in veneratione, apud Iudaeos Idololatras habiti, de quo Ezech. c. 8. v. 14. Et deduxit me ad ostium portae domus Iehovae, quae ad Aquilonarem tractum: ecce autem mulieres sedebant, deflentes Thammuzum.… … Hofmann J. Lexicon universale
ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τραστ — (trust). Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην αμερικανική οικονομική ζωή για να χαρακτηρίσει ένα μονοπωλιακό συνδυασμό, στον οποίο οι εταιρείες που μετείχαν εμπιστεύονταν (trusted) τις διευθυντικές εξουσίες σε μια επιτροπή, που απαρτιζόταν από… … Dictionary of Greek
τόξαρχος — ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου τού στρατού, στρατηγός («Δαρεῑος μὲν οὕτω τότ ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.) 2. (ειδικά) διοικητής τού σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῡ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.) 3. (στην … Dictionary of Greek